- ανταποδίδω
- κ. -δίνω κ. -δώνω (AM ἀνταποδίδωμι, Μ κ. -δίνω)1. αποδίδω σε κάποιον το καλό ή το κακό που μου έκανε2. (για τον θεό) παρέχω ανταμοιβή ή τιμωρώαρχ.-μσν.πληρώνω χρέοςαρχ.1. επιστρέφω κάτι2. εκδικούμαι3. αντισταθμίζω κάτι με κάτι άλλο4. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι5. ανταποκρίνομαι, συμφωνώ6. εξηγώ, ερμηνεύω7. αντηχώ, αντιλαλώ8. μεταβιβάζω προς τα πίσω (πολεμικό σύνθημα).[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + αποδίδωμι.ΠΑΡ. ανταπόδοση (-ις)αρχ.ανταπόδομα, ανταποδότης].
Dictionary of Greek. 2013.